ην

ην
(I)
ἤν (Α)
(υποθ. σύνδ. συνηρ. αντί τού εἰ ἄν)
βλ. αν και εάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αν (ΙΙ)].
————————
(II)
ἤν και ἠνί (Α)
(επιφών. συχνά συνοδευόμενο από το ιδού ή το ιδέ, ηνίδε) ε, ιδές, κοίτα, ιδού, να («ἤν, οὐχ ἡδύ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφών. που χρησιμοποιείται για να προσελκύσει την προσοχή. Απαντά επίσης ως επιθηματική κατάληξη στην αργεία διάλεκτο, όπως λ.χ. στο ταδ-εν. Το λατ. ēn, με την ίδια σημασία αποτελεί δάνειο από την ελλ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”